Σάββατο 20 Οκτωβρίου 2012

Λεξιλόγιο από το ιστολόγιο του Γ. Μπαμπινιώτη

αδαής

( < α- στερητικό + δαη- , πβ. αρχ. δαή-μων «γνώστης, ειδήμων»)
= ανίδεος, άπειρος
π.χ. «Δεν μπορείς να τού εμπιστευθείς την επιχείρηση∙ είναι τελείως αδαής∙ ποτέ του δεν ενδιαφέρθηκε να ενημερωθεί.»



αλώβητος

(< α- στερητ. + λώβη «βλάβη»)
= αβλαβής, άθικτος, που δεν υπέστη βλάβη ή φθορά
«Έμεινε αλώβητος από τις κακεντρεχείς επιθέσεις των αντιπάλων του»



αμετροέπεια

( λόγια λέξη [1887] < αρχ. ἀμετροεπής < ἄμετρος+ ἔπος «λόγος»)
= έλλειψη μέτρου στα λεγόμενα, πολυλογία, κενολογία
π.χ. «Παρά την αναμφισβήτητη μόρφωσή του η αμετροέπεια στους λόγους του προκαλεί δυσμενείς εντυπώσεις και τον αδικεί»



ανειμένος
( < ανίημι «χαλαρώνω, ξεσφίγγω», παράβαλε το ομόρριζο άνεσις)
= χαλαρός
π.χ. «Χρησιμοποιεί πολύ ανειμένη γλώσσα που δεν ταιριάζει σ’ ένα αυστηρώς επιστημονικό κείμενο.»


ανοίκειος

( < στερητ. αν- + οικείος «γνώριμος, φιλικός»)
= ανάρμοστος, απρεπής
π.χ. «Η ανοίκεια συμπεριφορά του απέναντί μας εξέπληξε τους πάντες».

ανυπερθέτως
( < αρχ. ἀνυπέρθετος «άμεσος, χωρίς καθυστέρηση» < ἀν- στερητικό + ὑπερτίθεμαι «καθυστερώ, αναβάλλω»)
= αμέσως, χωρίς αναβολή - εξάπαντος, οπωσδήποτε
π.χ. «Υποσχέθηκε ότι θα δοθεί λύση στο πρόβλημα ανυπερθέτως»


αποσκορακίζω
(αρχ. ἀποσκορακίζω «διώχνω κάποιον στέλνοντάς τον ἐς κόρακας [στον διάβολο]» < ἀπὸ + σκορακίζω < φράση «ἐς κόρακας»)
= αποδιώχνω, αναθεματίζω
π.χ. «Για να πετύχει τον σκοπό του, δεν δίστασε να αποσκορακίσει κάθε ηθικό έρεισμα»


αρύομαι

(< αρχ. αρύω «αντλώ», πιθανώς ομόρριζο τού ευρίσκω)
= αντλώ
π.χ. «Από πού αρύεται τις πληροφορίες του, ώστε να μπορούν να θεωρηθούν αξιόπιστες ;»

αρχολίπαρος
( αρχαία. λ. < ἀρχή + λιπαρῶ «επιθυμώ»∙ πρβλ. εκ-λιπαρώ)
= αυτός που επιδιώκει αρχές και αξιώματα, φίλαρχος, αρχομανής
π.χ. «Χαρακτηρίζεται από τους φίλους του ως αρχολίπαρος, γιατί συνεχώς μιλάει και ενδιαφέρεται να καταλάβει κάθε μορφής εξουσία»

ατασθαλίες
(αρχ. ἀτασθαλίαι < [κατά μία ετυμολογία] ἄτη «συμφορά» + θάλλω < [από τη φράση] ἄτας θάλλων «ο γεμάτος από συμφορές»)
= παραπτώματα (ιδίως οικονομικά), παρεκτροπές
π.χ. «Η επιχείρηση τελικά χρεοκόπησε, μολονότι δεν σημειώθηκαν οικονομικές ή άλλες ατασθαλίες»



ατραπός
(αρχ. ἀτραπός < ἀ- αθροιστικό + τραπ- «πατώ»)
= μονοπάτι, στενός δρόμος
π.χ. «Για να πετύχεις στη ζωή, θα χρειαστεί να περάσεις από λεωφόρους αλλά, κυρίως, από δύσβατες ατραπούς»



αχλύς
( αρχ. ἀχλύς «ομίχλη, συννεφιά»)
= ομίχλη, καταχνιά, θολούρα
π.χ. «Αχλύς μυστηρίου καλύπτει την υπόθεση τής εξαφάνισης τού χειρογράφου»




βότρυς, -υος

(αρχαία λέξη, πιθ. προελληνική, όπως και το άμπελος)
= τσαμπί
π.χ. « Η παράσταση στο αγγείο απεικονίζει νέους που κρατούν στα χέρια τους και σηκώνουν ψηλά βότρυες από μαύρα σταφύλια»



γλίσχρος
( < αρχ. γλίσχρος, από ρίζα γλι- «κολλώ»∙ ομόρριζα γλοιώδης, γλίνα, γλίτσα)
= ανεπαρκής, πενιχρός, ισχνός
π.χ.«Δεν μπορείς να έχεις εντυπωσιακά αποτελέσματα με τόσο γλίσχρα μέσα».




διαρρήδην
(αρχ. < διά + ρη- (πβ. ρή-ση, ρη-τός, ρή-μα+ δην (πβ. άρ-δην, φύρ-δην μίγ-δην)
= κατηγορηματικά, ρητά, απερίφραστα
π.χ. «Απέκλεισαν διαρρήδην την επιμήκυνση τού χρόνου αποπληρωμής τού χρέους»

διάτρητος
( αρχ. λέξη διάτρητος < διά + τρητός «τρυπημένος», από τη ρίζα τ(ε)ρη- που εμφανίζεται και στα διάτρηση, διατρητικός και είναι ομόρριζη με τα τερηδών, τρυπώ, τρίβω, τρωτός, τραύμα, τέρμα, τόρνος)
= κατατρυπημένος - αβάσιμος
Π.χ.«Οι πίσω πόρτες τού αυτοκινήτου των κακοποιών ήσαν διάτρητες από τις σφαίρες των αστυνομικών» – «Το κατηγορητήριο που προέβαλαν οι συνήγοροι υπεράσπισης στο δικαστήριο ήταν διάτρητο και δεν έπεισε τους δικαστές»


δυσήνιος

(< δυσ- + ηνία «χαλινάρια»)
= δυσυπότακτος, που δεν ανέχεται χαλινάρια, που δεν υπακούει εύκολα
«Οι Τούρκοι κατάλαβαν ότι έχουν να κάνουν με πολύ δυσήνιους υπηκόους»



εγγενής
( <  αρχ. ἐγγενής < ἐν + -γενής < γίγνομαι∙ ομόρριζα: α-γενής, συγ-γενής, ενδο-γενής, ευ-γενής)
= έμφυτος, σύμφυτος, από τη γέννησή του
π.χ. «Υπάρχουν εγγενείς δυσκολίες στην αντιμετώπιση τού προβλήματος»



εγκολπώνομαι
(αρχ. ἐγκολποῦμαι < ἐν + κόλπος «κοίλωμα, αγκάλη»)
= ενστερνίζομαι, αγκαλιάζω, υιοθετώ
π.χ. «Οι αγωνιστές εγκολπώθηκαν τα διδάγματα τού Κοραή και πήραν τα όπλα»


έμπλεος
[+ γενική] (αρχ. ἔμπλεος/ἔμπλεως < ἐν πίμπλημι «γεμίζω»∙ ομόρριζα πλέον, πλήρης, πλήθος, πολύς)
= πλήρης, γεμάτος
π.χ. «Ο ομιλητής, έμπλεος αισιοδοξίας, ανέβασε τη διάθεση τού ακροατηρίου»


ενδιαίτημα
(< αρχ. ἐνδιαίτημα «κατοικία» < ἐνδιαιτῶμαι <ἐν + διαιτῶμαι < διαιτῶ, απ’ όπου και δίαιτα «τρόπος διατροφής»)
= κατοικία
π.χ. «Χρησιμοποιούσε ως ενδιαίτημα πολυτελή βίλα στην Εκάλη»


ενδίδω

( αρχ. ἐνδίδω < ἐν + δίδω «δίδω στα χέρια – παραδίδω – υποχωρώ», πβ. ομόρριζα ενδοτικός «υποχωρητικός» - ανένδοτος «ανυποχώρητος», αγγλ. give in)
= υποχωρώ
π.χ «Δεν ήταν διατεθειμένος να ενδώσει στις πιέσεις των αντιπάλων του»

7952;νδίδω < ἐν + δίδω «δίδω στα χέρια – παραδίδω – υποχωρώ», πβ. ομόρριζα ενδοτικός «υποχωρητικός» - ανένδοτος «ανυποχώρητος», αγγλ. give in#7952;νδίδω, δίδω, παραδίδω, υποχωρώ, ομόρριζα, ενδοτικός, υποχωρητικός, ανένδοτος. ανυποχώρητος, give in, Μπαμπινιώτης, λεξικό#



ενεός
= άφωνος, άναυδος, σαν χαμένος (από κατάπληξη)
«Η εξαγγελία τής απόλυσής τους μετά από τόσα χρόνια τους άφησε ενεούς»



εξεζητημένος

(αρχ. ἐξεζητημένος < έκζητῶ «απαιτώ, ζητώ πολλά)
= επιτηδευμένος, αφύσικος, παρατραβηγμένος
π.χ. «Η εξεζητημένη εμφάνισή του στο ντύσιμο, στον τρόπο ομιλίας, στην όλη συμπεριφορά του οδήγησαν στην απόρριψή του από την κριτική επιτροπή»


επιδαψιλεύω

(< ἐπὶ + δαψιλεύω < δαψιλής«πλουσιοπάροχος»)
= παρέχω αφειδώς, πλουσιοπάροχα
«Για τη συμβολή του στην έρευνα το πανεπιστήμιο τού επιδαψίλευσε μεγάλες τιμές».

επιτηδειότητα

(< επιτήδειος)η ικανότητα και η, ως εκ τούτου, καταλληλότητα κάποιου για κάτι
π.χ. «η επιτηδειότητά του στις ηλεκτρονικές μηχανές και όχι τα τυπικά προσόντά του ήταν ο λόγος που τον επέλεξαν να αναλάβει το έργο»

Δείτε επιτήδευσηεπιτήδευμα



επιτήδευση

(< επιτηδεύομαι < επίτηδες)
κάτι που γίνεται επιτηδευμένα, χωρίς φυσικότητα, προσποιητά
π.χ. «ενοχλεί η επιτήδευση με την οποία παρουσιάζει το θέμα και όχι η ουσία  τού θέματος»

Δείτε επιτηδειότηταεπιτήδευμα



εσμός
( < αρχ. ἑσμός < ἕζομαι «κάθομαι», αυτοί που κάθονται μαζί, που κάνουν παρέα∙ αρχική σημασία «σμήνος μελισσών»)
= πλήθος ακολουθούντων (με αρνητική σημασία), συρφετός
π.χ. «Περιβάλλεται από έναν εσμό κολάκων που τού αποκρύπτουν την αλήθεια»



ευάλωτος
(αρχ. εὐάλωτος < εὖ «εύκολα» + ἁλωτός «κυριεύσιμος» < ἁλίσκομαι «κυριεύω»∙ πβ. ἑάλω ἡ Πόλις «κυριεύθηκε η Κωνσταντινούπολη»∙ ομόρριζα : άλωση, είλωτας, ουλή)
= ευπρόσβλητος, εύκολα υποκύπτων
π.χ. «Είναι πολύ ευάλωτος σε κάθε μορφής αδυναμία: τσιγάρα, ποτά, γυναίκες κά.»



ευάριθμος

( < εὖ + ἀριθμὸς)
= ολιγάριθμος, ο εύκολα μετρώμενος, λίγος
π.χ. «Ευάριθμοι μόνο ακροατές παρακολούθησαν τη διάλεξη»Προσοχή ! το ευάριθμοι δεν σημαίνει πολλοί, αλλά λίγοι !

εφεκτικός
( < εφ-εκτός <επί + ἑκτός [ρηματικό επίθετο τού έχω] < επ-έχω )

= διστακτικός, επιφυλακτικός
«Φάνηκε πολύ εφεκτικός να συμμετάσχει στην προσπάθειά μας. Πιστεύει ότι δεν έχει πιθανότητες να πετύχει.»




ζηλωτής

( < ζηλώ «ζηλεύω –τρέφω ζήλο, λαχταρώ» < ζήλος)
= 1. (κακόσημο) φανατικός, φονταμενταλιστής π.χ. «Δεν είναι απλώς πιστός, είναι ζηλωτής της τήρησης του τυπικού και δεν συγχωρεί καμία παρέκκλιση.»= 2. (εύσημο) θιασώτης, οπαδόςπ.χ. «Υπήρξε ζηλωτής των παραδόσεων του λαού του και πολέμησε γι’αυτές.»





ημιονηγός

( < ἡμίονος «μουλάρι» + -ηγός <ἄγω)
= (παλαιότερα στον στρατό) οδηγός ημιόνων, μουλαράς
π.χ. « Παλαιότερα, αν τα πολιτικά σου φρονήματα ήταν αντίθετα προς την κρατούσα κατάσταση, στον στρατό σε έβαζαν να υπηρετήσεις στους ομιονηγούς»



θηρευτής

( < θηρεύω «κυνηγώ» < θήρα «κυνήγι» < θήρ «θηρίο»)
= κυνηγός
π.χ. «Σε όλη του τη συγγραφική δραστηριότητα υπήρξε θηρευτής λέξεων.»


ίζημα

( < αρχ. ἵζημα < ἵζω «κατακάθομαι»∙ πρβλ. καθ-ίζω, καθ-ιζάνω - καθ-ίζηση, συν-ιζάνω – συνίζηση)
= κατακάθι
π.χ. «Στον παραδοσιακό καφέ, σε αντίθεση με τον γαλλικό, τον αμερικάνικο ή τον εσπρέσο, μετά το βράσιμο μέσα σε νερό παραμένει πάντα ένα ίζημα από καφέ στον πάτο τού φλιτζανιού»




καθεύδω

( < κατά + εὕδω «κοιμάμαι»)
= κοιμάμαι
π.χ. «Η ηγεσία τού υπουργείου καθεύδει, όταν είναι πασιφανές ότι πρέπει να αναληφθούν αμέσως δραστικά μέτρα.»

κατάφωρος
(αρχ. κατάφωρος < καταφωρῶ «συλλαβάνω κλέφτη επ’ αυτοφώρω» < φώρ «κλέφτης»)
= ολοφάνερος, προφανής, εξόφθαλμος
π.χ. «Η Πολιτεία διέπραξε εις βάρος του κατάφωρη αδικία που οφείλει να την επανορθώσει».


κραταιός
( < αρχ. κραταιός < κράτος «δύναμη»)
= ισχυρός, δυνατός
Π.χ. « Ο Μέγας Αλέξανδρος κατόρθωσε να ιδρύσει μια κραταιά αυτοκρατορία που έμεινε στην παγκόσμια ιστορία».



λάκτισμα

( < λακτίζω «κλοτσώ» < αρχ. λάξ «με το πόδι», πρβλ. τη φράση πυξ λαξ «με γροθιές και κλοτσιές»)
= κλοτσιά, χτύπημα με το πόδι
= σέντρα + (μεταφορ.) έναυσμα (στο ποδόσφαιρο, στη φράση «εναρκτήριο λάκτισμα»)
π.χ. «Στις πολεμικές τέχνες διδάσκονται διάφορα είδη λακτισμάτων»
π.χ. «Το εναρκτήριο λάκτισμα για τις ταραχές που ακολούθησαν δόθηκε από τα προσβλητικά λόγια τού ομιλητή για την παράταξη»

λοιδορώ
(αρχ. λοιδορῶ, αβέβαιης ετυμολογίας)
= εμπαίζω, περιγελώ, χλευάζω, κακολογώ
π.χ. «Όταν ήταν στην εξουσία τον εκθείαζαν όλοι, τώρα που ξέπεσε τον λοιδορούν, ακόμη και όταν δεν φταίει»



μέθεξη

(αρχ. μέθεξις < μετέχω < μετὰ + ἔχω∙ η δάσυνση βρίσκεται στον μέλλοντα ἕξω τού ἔχω και σε παράγωγα, όπως ἕξις, ἑξῆς)
= συμμετοχή, ταύτιση
π.χ. «Η προσέγγιση μεγάλων εννοιῶν στη φιλοσοφία ή στη θρησκεία απαιτεί τη μέθεξη τού ενδιαφερομένου»

μεμψιμοιρία
( < μεμψίμοιρος «παραπονιάρης, γκρινιάρης» < μέμφομαι «κατηγορώ» + μοίρα)
= γκρίνια, παράπονα
π.χ. «Η μεμψιμοιρία του για τους πάντες και τα πάντα προκαλεί ένα πολύ δυσάρεστο κλίμα στον χώρο εργασίας»




νωδός

( < νε-/νη- στερητ. (παράβαλε νηνεμία, νηστικός) + -ωδός < οδών, οδόντος «δόντι»)
= φαφούτης, ξεδοντιάρης
π.χ. «Χαρακτηριστικό των νωδών είναι η δυσκολία στην προφορά ορισμένων φθόγγων»



ξιφουλκώ

( < αρχ. ξιφουλκός < ξίφος + -ουλκός < έλκω)
= τραβώ το ξίφος από τη θήκη του, ξεσπαθώνω
π.χ. «Μόλις τού πεις ότι αυτός φταίει, αμέσως ξιφουλκεί και και σού επιτίθεται»



οθνείος

( < οθν- [παράβαλε έθν-ος] + -είος κατά το αντίθετο οικ-είος)
= ξένος, ξενικός, ξενόφερτος (κυριολεκτικά: «ξένος προς την οικογένεια, από άλλη χώρα»)
π.χ. «Μεταφέρουν στον επιχειρηματικό χώρο οθνείες πρακτικές με άδηλα αποτελέσματα.»

οίηση

(αρχ. οίηση «γνώμη» < οἴομαι /οἶμαι «νομίζω»)
= μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου, έπαρση, αλαζονεία
π.χ. «Άτομο μικρών δυνατοτήτων αλλά με μεγάλη οίηση που ενοχλούσε τους πάντες»


οιονεί
( < οἷον [ουδ. τού αρχ. οἷος «τέτοιος»] + εἰ «εάν»)
= κάτι σαν, σαν να, ως εάν
π.χ. «Αποτέλεσε τη βάση μιας οιονεί συμφωνίας ανάμεσα στην Τρόικα και στο ελληνικό κράτος»


οιστρηλατώ
( αρχ. οἰστρηλατῶ < οἶστροςο «αλογόμυγα» + -ηλατώ [< ἐλαύνω «κινώ, οδηγώ»∙ πβ. λε-ηλατώ,σφυρ-ηλατώ, ιχν-ηλατώ, ποδ-ήλατο])
= εμπνέω πάθος, ενθουσιασμό, εξάπτω, διεγείρω
π.χ. «Έρχεται στιγμή που ο συγγραφέας νιώθει να οιστρηλατείται ασυγκράτητα στη γραφή τού κειμένου του σαν να τον οδηγεί μια αόρατη δύναμη»



οκλαδόν
(αρχ. < όκλάζω «γονατίζω, λυγίζω τα γόνατα»∙ συνδέεται με το ρήμα κλῶ «σπάζω», πβ. κλάδος)
= τρόπος καθίσματος με τα γόνατα λυγισμένα και τα πόδια σταυρωτά προς τα μέσα
π.χ. «Στον στρατό είναι συχνή η εντολή να καθίσουν οι άνδρες οκλαδόν για άσκηση ή για συζήτηση με βαθμοφόρο».


ολίσθημα
(< αρχ. ὀλισθαίνω «γλιστρώ»)
= σοβαρό σφάλμα, παράπτωμα
π.χ. «Μετά από τόσα πολιτικά ολισθήματα ήταν επόμενο πως θα φτάναμε σε τέτοια οικτρή κατάσταση»



παρωνύμιο

(< παρά + -ωνύμιο < αρχ. όνυμα = όνομα∙ πρβλ. τοπωνύμιο)
= παρατσούκλι, παρανόμι
π.χ.«Πολλά οικογενειακά ονόματα έχουν προέλθει από παρωνύμια»

πεμπτουσία
(νεότερη λέξη < αρχ. πέμπτη ουσία, το πέμπτο στοιχείο τής φύσεως, ο αίθήρ, το οποίο –κατά τον Αριστοτέλη– ήταν πιο σημαντικό από τα άλλα τέσσερα : ἀέρα, γῆ, ὕδωρ, πῦρ)
= το πιο σημαντικό συστατικό (για κάτι πολύ σπουδαίο)
π.χ. «Η πεμπτουσία τής σοφίας είναι η αυτογνωσία, το γνῶθι σαυτόν»

πλησίστιος
( < αρχ. πλησίστιος < πλησ- (πίμπλημι «γεμίζω» πβ. πλήρης, πλήθος) +  ἱστίον «πανί πλοίου» )
= πλέω με φουσκωμένα τα πανιά, ολοταχώς
π.χ. «Με την αφροσύνη των υπευθύνων οδηγούμεθα πλησίστιοι στη χρεωκοπία»



πολυσχιδής
(αρχ. πολυσχιδής «κατασχισμένος, κατάτμητος» < πολυ- + σχιδής < σχίζω)
= πολύπλευρος, πολύμορφος
π.χ. «Ήταν πράγματι μια πολυσχιδής προσωπικότητα, τής οποίας οι αρετές φάνηκαν κατά την άσκηση τής πολιτικής του»




ραστώνη(< ράστος, υπερθ. βαθμός τού ράδιος «εύκολος» + -ώνη (χελ-ώνη, ανεμ-ώνη)
= νωθρότητα, αδράνεια, το να τα βλέπεις όλα καλά και να εφησυχάζεις
π.χ. «Φταίμε όλοι, γιατί είχαμε περιπέσει σε κατάσταση ραστώνης και δεν κάναμε τίποτε να αποφύγουμε την οικονομική κατάρρευση»

ραδιούργος
(< αρχ. ῥαδιουργός < ῥάδιος «εύκολος – επιπόλαιος» + -οῦργος, με μετακίνηση τού τόνου κατά τα κακόσημα σε –ούργος : κακούργος, πανούργος)
= δολοπλόκος, μηχανορράφος
π.χ. «Να φυλάγεσαι από τέτοιους ραδιούργους που προσπαθούν να σε εξαπατήσουν με διάφορες ίντριγκες»

ρύμη στη φράση εν τη ρύμη τού λόγου
(αρχ. ῥύμη «ροή»∙ ομόρριζο τού ἐρύω «σύρω» και τού ρυτίδα)
= στη ροή τού λόγου
π.χ. «Εν τη ρύμη τού λόγου και χωρίς καμία πρόθεση είπε κάτι που τον προσέβαλε»




σαθρός
(αρχ. λέξη, σε -θρός, όπως νω-θρός∙ άγνωστης ετυμολογίας)
= αστήρικτος, αβάσιμος, ανίσχυρος
π.χ. «Τα επιχειρήματα, με τα οποία υποστήριξε την υπόθεσή του, ήταν σαθρά και δεν έπεισαν κανένα».

σεμνύνομαι
( < σεμνός < *σεβ-νός, ομόρριζο τού σέβ-ας)
= υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι
π.χ. «Η πόλη μας σεμνύνεται ότι έχει αναδείξει πλήθος επιστημόνων και άλλων διακεκριμένων μελών τής χώρας»

στωικότητα
(λόγιο [1861] στωικότης < αρχ. στωικός (φιλόσοφος) < στοά/στοιά /στῳά [η Ποικίλη Στοά των Αθηνών, όπου δίδασκαν οι Στωικοί φιλόσοφοι])
= καρτερικότητα, αταραξία
π.χ. «Στην Κορέα αντιμετώπισαν την οικονομική κρίση με στωικότητα και σκληρά μέτρα κι έτσι κατάφεραν να την ξεπεράσουν»

συμπαρομαρτούντα, τα
(αρχ. τὰ συμπαρομαρτοῦντα, μετοχή σε ουδέτερο πληθυντικού τού συμπαρομαρτώ «συνοδεύω, επακολουθώ» < σύν + παρά + ὁμαρτῶ [< ὁμοῦ + ἀρ-(ἀραρίσκω «αρμόζω, συνάπτω») + -τος]
= παρακολουθήματα, επακόλουθα, αυτά που έρχονται μαζί με κάτι
π.χ. «Ό,τι ζει σήμερα ο ελληνικός λαός είναι τα συμπαρομαρτούντα μιας αλόγιστης πολιτικής που στηριζόταν στην υπερχρέωση τού κράτους»

συνάδει
( < αρχ. συνάδω < συν + άδω «τραγουδώ μαζί - συμφωνώ»)
= αρμόζει, ταιριάζει
π.χ. «Μια τέτοια πολιτική δεν συνάδει με τις διακηρύξεις περί αξιοκρατίας»

σύρραξη
( < αρχ. σύρραξις < συρράσσω «συγκρούομαι, μάχομαι»)
= πολεμική σύγκρουση (ιδίως μεταξύ χωρών)
π.χ. «Τα γεγονότα στην Ανατολή μπορεί να οδηγήσουν σε γενικευμένη σύρραξη των αραβικών χωρών»

σφετερίζομαι
( < αρχ. σφετερίζομαι < σφέτερος «δικός τους»)
= ιδιοποιούμαι, αρπάζω για τον εαυτό μου
π.χ. « Σφετερίστηκε την περιουσία των ανήλικων παιδιών που τού εμπιστεύτηκε ο μακαρίτης ο πατέρας τους».


τεκμαίρομαι
( < αρχ. τέκμαρ «σημείο, απόδειξη», πρβλ. τα ομόρριζα τεκμαρτό [εισόδημα], τεκμήριο)
= συμπεραίνω, συνάγω∙ χρησιμοποιείται συχνά στο γ΄ πρόσωπο τεκμαίρεται = συμπεραίνεται, συνάγεται, προκύπτει
π.χ. «Από πού τεκμαίρονται όλοι αυτοί οι καλοθελητές ότι η Ελλάδα πάει για πτώχευση;»
π.χ. «Από τις εισηγήσεις των ειδικών τεκμαίρεται ότι πρέπει να ληφθούν δραστικά μέτρα»

τύρβη
< αρχ. τύρβη «αναστάτωση, αταξία»∙ ομόρριζο: τυρβάζω)
= θόρυβος, ταραχή, βαβούρα
π.χ. «Δεν μπορούσε να υποφέρει άλλο την τύρβη τής πρωτεύουσας και πήγε να ζήσει στην επαρχία»


υετός
(< αρχ. ὕει «βρέχει» + -ετός [παγ-ετός, συρφ-ετός])
= βροχή
π.χ. «Στο χθεσινό μετεωρολογικό δελτίο έγινε λόγος για υετό στην περιοχή τής Αττικής».

υπερφίαλος
( αρχ. ὑπερφίαλος < ὑπὲρ + φιάλη «ξεχειλισμένο μπουκάλι, υπέρμετρα γεμάτος, με στοιχεία υπερβολής»)
= αλαζόνας, επηρμένος, υπερόπτης
π.χ. «Είναι τόσο υπερφίαλος, ώστε δεν καταλαβαίνει τα προβλήματα των ανθρώπων ούτε έχει επαφή με την πραγματικότητα».

υποδεέστερος
(συγκριτικός βαθμός ενός αρχαίου επιθέτου ὑποδεής «ελλιπής» –πρβλ. και ἐνδεής– < ὑπὸ + δέομαι «υστερώ – στερούμαι – χρειάζομαι». Ο τύπος *υποδιέστερος που ακούγεται ενίοτε είναι εσφαλμένος και ανύπαρκτος)
= κατώτερος
π.χ. «Λέει ότι δεν είναι καθόλου υποδεέστερος των άλλων που προήχθησαν»

υποχθόνιος
(αρχ. ὑποχθόνιος < ὑπό + χθόνιος «υπόγειος» < χθών «γη», πρβλ. καταχθόνιος, αυτόχθων, χάμω, χθαμαλός, χαμηλός)
= υπόγειος, ύπουλος
π.χ. «Όλοι κατήγγειλαν τα υποχθόνια σχέδιά τους εις βάρος τής χώρας».

ύπτιος
[αρχ. ὕπτιος < ὕπ-τιος < ὑπό «κάτω - κάτω προς τα πάνω» [πβ. ὕπ-ατος,ὑπ-έρ, ὕψι <*ὕπ-σι] ή < *ὑπ-τός < ὕπ- (ρίζα τής λ.ὕπνος). Άρα αρχική σημασία 1) «πεσμένος με την πλάτη κάτω, ανάσκελα» (< υπό) ή 2) «που κοιμάται ανάσκελα» (< ύπνος)]
= ανάσκελα∙ αντίθ. τού μπρούμυτα (< πρό-μυτα)
π.χ. «Σύρθηκαν κάτω από το συρματόπλεγμα σε ύπτια θέση, με την πλάτη στο βρεγμένο χώμα»

υπώρεια
(αρχ. ὑπώρεια < ὑπό + ὄρος, με -ω- λόγω τής συνθέσεως)
= οι πρόποδες τού βουνού
π.χ. «Το χωριό μας βρίσκεται στις υπώρειες τού Παρνασσού».



φαλκιδεύω
( < αρχ. φαλκίδιον «το ελάχιστο τμήμα κληρονομιάς [1/4] που μπορεί να αφαιρεθεί από έναν κληρονόμο», κατά τον νόμο που θέσπισε ο Ρωμαίος δήμαρχος P. Falcidius, σύμφωνα με τον οποίο ο ρωμαίος πολίτης δεν μπορεί να στερηθεί ως νόμιμος κληρονόμος περισσότερο από το ένα τέταρτο τής κληρονομίας)
= περιορίζω (δικαιώματα) - υποσκάπτω, υπονομεύω
π.χ. «Τέτοιες απάνθρωπες ρυθμίσεις φαλκιδεύουν τα δικαιώματα των πολιτών και υποβαθμίζουν την ποιότητα ζωής των ανθρώπων».

φενάκη
(αρχ. λέξη με αρχική σημασία «περούκα» < αρχ. φέναξ «απατεώνας»)
= απάτη, ψέμα, κοροϊδία
π.χ. «Τελικά αποδείχθηκε ότι ήταν φενάκη για τους κατοίκους πως δήθεν υπάρχει χρυσός στην περιοχή»

φιλοκαλία
(αρχ. λέξη < φιλόκαλος «ο αγαπών το κάλλος, το ωραίο»
= η αγάπη προς το ωραίο, την ομορφιά, η καλαισθησία
π.χ. «Όλοι οι χώροι τής πολυτελούς κατοικίας ήταν διακοσμημένοι με εξαιρετική φιλοκαλία»

φλοίσβος

( αρχαία λέξη, από μια ρίζα *φελ- «φουσκώνω, διογκώνομαι», με ομόρριζα τα φλέβα, φαλλός, φλύαρος, φλύκταινα κ.ά.)
= ελαφρός παφλασμός (τής θάλασσας)
π.χ. «Κάθονταν σ’ ένα καφενεδάκι στην παραλία συζητώντας, με υπόκρουση τον φλοίσβο τού γιαλού».


χαμερπής
(< αρχ. χαμερπής < χαμαί «χάμω» + ἕρπω)
= αυτός που σέρνεται χάμω, χαμηλού επιπέδου, μικροπρεπής
π.χ. «Πρόκειται για πολύ χαμερπή άνθρωπο που πρέπει να τον αποφεύγεις».

χρήζει
[+ γενική] (αρχ. χρήζω < χρή «πρέπει» + -ίζω)
= χρειάζεται, είναι ανάγκη
π.χ. «Η ανακοπή τής ύφεσης χρήζει συντονισμένης προσπάθειας σε πανεθνικό επίπεδο»


ψήγματα
(< αρχ. ψῆγμα < ψήχω «βουρτσίζω – τρίβω, αποξέω» < *ψήω «τρίβω, λειαίνω», απ’ όπου και τα ψῆφος, ψωμί, ψώρα κ.ά.)
= τρίμματα, ρινίσματα, κόκκοι, πολύ μικρά κομμάτια
π.χ. «Οι χρυσοθήρες αναζητούσαν στις όχθες τού ποταμού ψήγματα χρυσού»

ψηλαφώ
( αρχ. ψηλαφῶ < ψάλλω «κεντώ, σφίγγω» + ἀφάω «εγγίζω, ψαύω» )
= εγγίζω και ψάχνω με τις άκρες των δακτύλων
π.χ. «Ο γιατρός διέγνωσε τον όγκο ψηλαφώντας το στήθος τής ασθενούς»


ως μη ώφελε

(< ὤφελον, αόριστος β΄ τού ρήματος οφείλω)
= όπως δεν θα έπρεπε, πράγμα που δεν έπρεπε
π.χ. «Επιχείρησαν, ως μη ώφελε, να καλύψουν το σκάνδαλο με νομοθετική ρύθμιση !»







1 σχόλιο: