Σύνθετες λέξεις με πρώτο συνθετικό παν- και παμ-
παν- και παμ- :
α’ συνθετικό που δηλώνει ότι το β΄ συνθετικό υπάρχει σε πολύ μεγάλο βαθμό: πάμπλουτος, πανέξυπνος. Επίσης χρησιμοποιείται στο σχηματισμό λέξεων, που αναφέρονται στο σύνολο αυτού που δηλώνει το β΄ συνθετικό
β] σύνθετες λέξεις με α’ συνθετικό το παν- και παμ- που αναφέρονται στο σύνολο αυτού που δηλώνει το β΄ συνθετικό
α’ συνθετικό που δηλώνει ότι το β΄ συνθετικό υπάρχει σε πολύ μεγάλο βαθμό: πάμπλουτος, πανέξυπνος. Επίσης χρησιμοποιείται στο σχηματισμό λέξεων, που αναφέρονται στο σύνολο αυτού που δηλώνει το β΄ συνθετικό
α] σύνθετες λέξεις με α’ συνθετικό το παν- και παμ- που δηλώνουν ότι υπάρχει σε πολύ μεγάλο βαθμό αυτό που σημαίνει το β΄ συνθετικό
- παμμέγιστος: πάρα πολύ σπουδαίος
- παμπάλαιος: πάρα πολύ παλιός
- παμπληθής: αυτός που αποτελείται από μεγάλο πλήθος
- πάμπλουτος: ζάμπλουτος, βαθύπλουτος ΑΝΤΩΝΥΜΑ: πάμπτωχος, θεόφτωχος
- πάμφθηνος: ΑΝΤΩΝΥΜΑ: πανάκριβος, απλησίαστος, φωτιά και λάβρα
- πάμφωτος: αυτός που καταυγάζεται από φως, κατάφωτος, υπέρλαμπρος ολόφωτος ΑΝΤΩΝΥΜΑ: ολοσκότεινος
- πανάγαθος: προσωνυμία του θεού που διαθέτει καλοσύνη στον υπέρτατο βαθμό ΠΡΒΛ. πανάγιος, παναγιότατος, πάναγνος, πανάμωμος, πανάχραντος
- πανάξιος: απολύτως άξιος
- πανάρχαιος: εξαιρετικά αρχαίος
- πανέμορφος, πανέξυπνος, πανέρημος, πανέτοιμος, πανευτυχής, πάνοπλος, πάνσοφος και άλλες πολλές
- παμφάγος: αυτός που τρέφεται από κάθε είδους τροφή / ΜΕΤΑΦΟΡΙΚΑ αυτός που καταστρέφει τα πάντα π.χ. παμφάγος χρόνος, παμφάγο πυρ
- παμψηφεί: με όλες τις ψήφους, ομόφωνα
- πανάκεια (β΄συνθετικό -άκος= θεραπεία): φάρμακο που θεωρείται ότι θεραπεύει κάθε ασθένεια. ΜΕΤΑΦΟΡΙΚΑ: το μέσο επίλυσης κάθε προβλήματος π.χ. η φορολογική μεταρρύθμιση δεν αποτελεί πανάκεια για όλα τα οικονομικά προβλήματα της χώρας.
- πανανθρώπινος: αυτός που σχετίζεται με όλους τους ανθρώπους, οικουμενικός π.χ. η πανανθρώπινη επιθυμία για ειρήνη
- πανδαιμόνιο: κατάσταση στην οποία επικρατούν εκκωφαντικοί θόρυβοι ΣΥΝΩΝΥΜΑ: πανζουρλισμός, κοσμοχαλασιά
- πανδαισία: πλούσιο και μεγαλοπρεπές συμπόσιο, στο οποίο παρατίθεται μεγάλη ποικιλία εδεσμάτων και ποτών και γενικά η απόλαυση που πηγάζει από αφθονία αισθητικών ή πνευματικών ερεθισμάτων π.χ. πανδαισία χρωμάτων ΣΥΝΩΝΥΜΑ: λουκούλειο γεύμα, ευωχία, φαγοπότι
- πανδαμάτωρ: που δαμάζει, που υποτάσσει τα πάντα π.χ. πανδαμάτωρ χρόνος
- πάνδεινα: μεγάλα δεινά ή ταλαιπωρίες
- πανδέκτης: που δέχεται τα πάντα
- πάνδημος: αυτός που γίνεται ή εκδηλώνεται με συναίνεση ή τη συμμετοχή ολόκληρου του λαού
- Πανδώρα – φράση: το κουτί της Πανδώρας, το πιθάρι που περιείχε όλα τα κακά του κόσμου και δόθηκε στην Πανδώρα από τους θεούς ως γαμήλιο δώρο, η οποία και το άνοιξε παρά τη διαταγή του Δία, με αποτέλεσμα να ξεχυθούν τα δεινά αυτά στον κόσμο
- πανελλαδικός, πανελλήνιος, πανεργατικός, πανηγυρικός, πανθεϊσμός, πανσέληνος και άλλες πολλές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου